αλλοτύπωτος

αλλοτύπωτος
ἀλλοτύπωτος, -ον (Α)
ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο-* + τυπωτός < τυπῶ) (όω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλοτυπώτων — ἀλλοτύπωτος differently formed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”